Αφηγήσεις – αναμνήσεις από τον θρυλικό αγώνα

Οι δύο βασιλόπαιδες, προσερχομένου και του πρίγκηπος Νικολάου υπανεγείρουσι τον νικητήν ως εν θριάμβω. Οι επίσημοι ξένοι χειροκροτούσι συγκεκινημένοι.Τι έγινε κατά την ώραν εκείνην εις το Στάδιον η γραφίς αδυνατεί να περιγράψει.

Μπάμπης Άννινος, δημοσιογράφος και χρονικογράφος της εφημερίδας «Το Άστυ»

«Ερχόμουν δεύτερος. Μπροστά πήγαινε ο Αυστραλός. Ανοίγω με τρόπο. Τον φτάνω στη σχολή Χωροφυλακής. Ώμο με ώμο παλέψαμε πολλή ώρα ώσπου στο τέλος έπεσε και αυτός…Τραβάω λοιπόν κατά κάτω. Με βλέπει πρώτον ο κακομοίρης ο Ταγματάρχης Παπαδόπουλος και τον πιάνει το μεράκι. Τραβάει πιστόλι και μπα-μπουμ απ’ τον ενθουσιασμό. Ίσα μου λέει Λούη και τους φάγαμε. Τους φαγωμένους λογαριάζεις του λέω. Θάρρος μου λέει. Μωρέ τι θάρρος! Τώρα πια; Ένα μαντήλι δώσε μου του λέω. Μου δίνει ένα μαντήλι και τραβάω κάτω. Φτάνω σιγά-σιγά. Ανοίγω. Στου Θων μου δώσανε κρασάκι. Φτάνω Ηρώδου του Αττικού. Από κοντά ο Παπαδιαμαντόπουλος με το άλογο. Το κουράγιο; Μου λέει. Πρώτης! Του απαντώ. Μόλις έφτασα έξω από το Στάδιο χαλάει ο κόσμος. Ζήτω η Ελλάς! Μπαίνω μέσα. Πέφτει επάνω μου ο διάδοχος και με αγκαλιάζει. Σύρε και κόψε τη κλωστή μου λέει. Μωρέ τι κλωστή; Σκοινί να βάλετε να το κόψω! Κόβω που λες την κλωστή. Φέρνω και μια βόλτα τον γύρο του Σταδίου για ασικλίκι!»

Απόσπασμα από συνέντευξη του Σπύρου Λούη στον νεαρό τότε δημοσιογράφο των «Αθηναϊκών Νέων» Δημήτρη Ψαθά, λίγο πριν φύγει για τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου το 1936

«…Είναι ο Λούης ο νικητής του Μαραθωνίου δρόμου. Βαίνει κατάκοπος μεν, αλλ’  όχι μέχρις εξαντλήσεως, τροχάδην δια του προς το δεξιόν σκέλος στίβου, παρακολουθούμενος υπό των μελών της επιτροπής και των εφόρων ανευφημούντων. Ο διάδοχος και ο βασιλόπαις Γεώργιος σπεύδουσι και συντρέχουσι μετ’ αυτού ένθεν και ένθεν. Ο Βασιλεύς, ότε ο δρομεύς έφθασε προ της σφενδόνης και προσκλίνει χαιρετών, εγείρεται και σείει επί πολλήν ώραν ενθουσιωδώς μετά ζωηράς συγκινήσεως το ναυτικόν του πηλίκιον. Τινές των υπασπιστών του ορμώσιν, αναγκαλίζονται τον δρομέα και τον ασπάζονται. Οι δύο βασιλόπαιδες, προσερχομένου και του πρίγκηπος Νικολάου υπανεγείρουσι τον νικητήν ως εν θριάμβω. Οι επίσημοι ξένοι χειροκροτούσι συγκεκινημένοι.Τι έγινε κατά την ώραν εκείνην εις το Στάδιον η γραφίς αδυνατεί να περιγράψει. Ήδη ο ναύτης ο εντεταλμένος την ανύψωσιν των σημαιών του ιστού, ευθύς ως είδε τον αριθμόν 17, ον έφερεν επι του στήθους ο νικητής δρομεύς, έσπευσεν να σημειώση αυτόν και να αναπετάση την Ελληνικήν σημαίαν, ης η θέα εξαγείρει θύελλαν ενθουσιασμού. Δονείται ο αήρ απο τας νικητηρίους κραυγάς. Πίλοι ρίπτονται εις τον αέρα, σείονται μανδήλια, σείονται ελληνικαί σημαίαι, κεκρυμμέναι μέχρι της στιγμής εκείνης εις τα άδυτα των κόλπων. Ολόκληρος λαός έξαλλος πανηγυρίζει την νίκην του. Το πλήθος απαιτεί δια επιτακτικών κραυγών και αι μουσικαί ανακρούουν τον εθνικόν ύμνον. Η στιγμή είναι ιερά και απέναντι του μεγαλείου αυτής και οι παρευρισκόμενοι ξένοι κατανύσσονται και εις ποικίλας γλώσσας αντηχούν αι υπέρ της Ελλάδος επευφημίαι”.

Απόσπασμα από συνέντευξη του Σπύρου Λούη στον νεαρό τότε δημοσιογράφο των «Αθηναϊκών Νέων» Δημήτρη Ψαθά, λίγο πριν φύγει για τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου το 1936